- χριστόνομος
- χριστόνομος, ον (only in Ign.) keeping the law of Christ IRo ins.—DELG s.v. χρίω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
χριστόνομος — ον, Μ εκκλ. αυτός που κυβερνάται από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + νομος*] … Dictionary of Greek